- ιονίζω
- ιόνισα, ιονίστηκα, ιονισμένος, προκαλώ ιονισμό, προσθέτω δηλαδή σε κάποιο άτομο ηλεκτρόνια ή αφαιρώ ηλεκτρόνια: Ιονισμένη ατμόσφαιρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιονίζω — ιοντίζω, προκαλώ ιόντωση. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ιοντίζω] … Dictionary of Greek